Μαρτίου 26, 2009

Εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών-γυναικών

Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ανακοίνωσε σήμερα την απόφασή του σχετικά με το ζήτημα της εξίσωσης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης των αντρών και γυναικών στο Δημόσιο και τα Σώματα Ασφαλείας.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο καθορισμός προϋποθέσεων περί ηλικίας και κανόνων περί ελάχιστης προαπαιτούμενης υπηρεσίας διαφορετικών, αναλόγως του φύλου, για τη χορήγηση συντάξεων με βάση σχέση εργασίας σε ευρισκόμενους σε απολύτως όμοιες ή παρόμοιες καταστάσεις εργαζομένους, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Όπως υποστηρίζει το Δικαστήριο, η αρχή αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ρυθμίσεις που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.
Εξάλλου, για να μην έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, οι εθνικές ρυθμίσεις πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να βελτιώνουν την ικανότητα των γυναικών να ανταγωνίζονται τους άνδρες στην αγορά εργασίας και να ακολουθούν σταδιοδρομία υπό συνθήκες ισότητας με αυτούς.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη της ΕΕ απαγορεύει κάθε διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων όσον αφορά την αμοιβή, ασχέτως των ρυθμίσεων από τις οποίες απορρέει η ανισότητα αυτή.

Στην προσφυγή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι οι διατάξεις του ελληνικού κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων ( Προεδρικό διάταγμα 166/2000, της 3ης Ιουλίου 2000), που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων ως προς την ηλικία συνταξιοδότησης και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία, παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το εν λόγω σύστημα προβλέπει λιγότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση των ανδρών σε σχέση με εκείνη των γυναικών.

Η απόφαση αναφέρει ότι η Ελλάδα δεν αμφισβήτησε τη διαφορετική μεταχείριση, αλλά υποστήριξε ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ως εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, αλλά σε αυτό της οδηγίας 79/7/EΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
Εν πάση περιπτώσει, η διαφορετική αυτή μεταχείριση ανταποκρίνεται στον αντίστοιχο κοινωνικό ρόλο των ανδρών και των γυναικών και συνιστούσε μέτρο το οποίο αντιστάθμιζε τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες λόγω της παραμονής τους στην αγορά εργασίας για συντομότερο χρόνο.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, επίσης, ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΚ, κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας. Ως «αμοιβή» νοούνται οι αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας. Η έννοια της αμοιβής δεν περιλαμβάνει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο, αλλά τις παροχές που χορηγούνται βάσει ενός συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο, κατά τα ουσιώδη, αποτελεί συνάρτηση της θέσεως την οποία κατείχε ο ενδιαφερόμενος.

Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι μεταξύ των κριτηρίων που έχει δεχθεί με τη νομολογία του, για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η σχέση εργασίας (το γεγονός ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του), ενώ ο τρόπος χρηματοδοτήσεως και διαχειρίσεως του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν συνιστά αποφασιστικό στοιχείο.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η χορηγούμενη βάσει του ελληνικού κώδικα σύνταξη πληροί, κατ' ουσίαν, τα τρία κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της ως αμοιβής κατά την έννοια της Συνθήκης:

-Η σύνταξη καταβάλλεται σε μια ευρεία και διαφοροποιημένη ως προς τη σύνθεση ομάδα εργαζομένων η οποία -μολονότι απαρτίζεται από ετερόκλητες κατηγορίες εργαζομένων, με εντελώς διαφορετικά είδη καθηκόντων και εντελώς διαφορετικά είδη σχέσεων εργασίας- διακρίνεται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει η σχέση εργασίας με το κράτος ή με άλλους εργοδότες του δημοσίου τομέα,

-Η σύνταξη υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο εργαζόμενος και τέλος,

-Η σύνταξη υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού.

Η κυβέρνηση από την Πέμπτη και μετά είναι υποχρεωμένη να αποφασίσει:

1. Το αν θα μειώσει τα όρια συνταξιοδότησης των αντρών.

2. Το αν θα αυξήσει τα όρια συνταξιοδότησης των γυναικών ή

3. Το αν θα επιλέξει μια μέση λύση, δηλαδή αν θα μειώσει λίγο τα όρια συνταξιοδότησης των αντρών και ταυτόχρονα αυξήσει λίγο τα όρια συνταξιοδότησης των γυναικών.

Εκτός από το ότι η Ελλάδα θα κληθεί να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν λάβει κάποια από τις παραπάνω αποφάσεις, θα πρέπει να πληρώνει και ημερήσιο πρόστιμο που θα κυμαίνεται -σύμφωνα με πληροφορίες- από 17.500 ευρώ έως και 34.500 ευρώ, όσο δεν προσαρμόζει την εθνική της νομοθεσία στην κοινοτική.


Έντονες αντιδράσεις προκαλεί η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για εξομοίωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο.
Συγκεκριμένα, η ΑΔΕΔΥ με ανακοίνωση που εξέδωσε σημειώνει μεταξύ άλλων πως η απόφαση αφήνει έκθετη την κυβέρνηση, η οποία όπως τονίζει «έχει πλέον ακέραια την ευθύνη και θα πρέπει να απαντήσει άμεσα στο θεμελιώδες ερώτημα αν αποδέχεται ότι η ασφάλιση στο Δημόσιο παραμένει κοινωνική ή είναι επαγγελματική».
Πιο αναλυτικά, υποστηρίζει πως παρενέβη πλημμελώς και χωρίς ουσιαστικά στοιχεία προκειμένου να αντικρούσει «τη θεμελιώδη κατάργηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης στο Δημόσιο».
Η
ΑΔΕΔΥ εξαπολύει βολές και κατά της Ε.Ε. και του ΔΕΚ καταλογίζοντάς τους νεοφιλελεύθερο, δημοσιονομικό συντηρητισμό.
Επίσης καλεί την κυβέρνηση «να εγγυηθεί τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ιδιαίτερα των γυναικών για να μην οδηγηθούν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενες σε πρόωρη φυγή με διαλυτικό αποτέλεσμα στα ασφαλιστικά ταμεία και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών».
Καταλήγοντας, καλεί τους εργαζόμενους στο Δημόσιο να συμμετάσχουν μαζικά στην 24ωρη απεργιακή κινητοποίηση στις 2 Απρίλη.
To KKE χαρακτηρίζει την απόφαση εχθρική και αντιλαϊκή και καλεί τους εργαζομένους να την απορρίψουν.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε προσθέτει: «Στρέφεται κατά του δίκαιου αιτήματος για πενταετή διαφορά στην ηλικία συνταξιοδότησης υπέρ των εργαζόμενων γυναικών και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα. Οι κυβερνήσεις της
ΝΔ του ΠΑΣΟΚ έχουν τεράστιες ευθύνες, γιατί ενώ γνώριζαν τις αποφάσεις της ΕΕ, συμφωνούσαν και τις υλοποιούσαν ψηφίζοντας αντιασφαλιστικούς νόμους, ταυτόχρονα έκρυβαν ή προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τους στόχους και τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Συμβολή στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων είχαν και οι δυνάμεις τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα».
Eπίθεση στην κυβέρνηση εξαπέλυσε και ο ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας πως η ΝΔ κρύβεται πίσω από την απόφαση «για να προωθήσει προειλημμένες αποφάσεις για την οριστική κατεδάφιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των γυναικών στο δημόσιο, συνεχίζοντας από εκεί που τέλειωσε για τις γυναίκες στον ιδιωτικό τομέα με τον δικό της αντιασφαλιστικό νόμο 3655/2008».
Επίσης καλεί το κυβερνών κόμμα να μην εφαρμόσει την απόφαση «ως μη έχουσα κανένα νομικό, ηθικό και πολιτικό έρεισμα ως προσβλητική για την χώρα μας και ως επιζήμια για τις γυναίκες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου